-
1 отопление
отопление с η θέρμανση* центральное (паровое) \отопление η κεντρική θέρμανση, το καλό' ριφέρ* * *сη θέρμανσηцентра́льное (парово́е) отопле́ние — η κεντρική θέρμανση, το καλόριφέρ
-
2 отопленне
отоп||леннес ἡ θέρμανση:печио́е \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ σόμπα, ἡ θέρμανση μέ θερμάστρα· паровое \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ ἀτμό, τό καλοριφέρ· центральное \отопленнеление ἡ κεντρική θέρμανση· дрова для \отопленнеления ξύλα γιά θέρμανση, τά καυσόξυλα. -
3 теплоснабжение
ο εφοδιασμός με θέρμανση ή με ζεστό νερόцентрализованное - η κεντρική θέρμανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > теплоснабжение
-
4 центральный
центральн||ыйприл в разн. знач. κεντρικός:\центральный комитет ἡ κεντρική ἐπιτροπή· \центральныйая улица ὁ κεντρικός δρόμος· \центральныйое отопление ἡ κεντρική θέρμανση· \центральныйая нервная система τό κεντρικό νευρικό σύστημα· \центральныйая телефонная станция τό τηλεφωνικό κέντρο· \центральный телеграф τό κεντρικό τηλεγραφείο· \центральныйая печать οἱ κεντρικές ἐφημερίδες. -
5 водяной
водян||ой Iприл1. (живущий или растущий в воде) ὑδρόβιος, ἐνυδρος:\водянойая пти́ца τό νηκτικό πτηνὅ \водянойые растения τά ὑδρόβια φυτά·2. (приводимый в действие водой) ὑδάτινος:\водянойа́я мельница ὁ νερόμυλος, ὁ ὑδρόμυλος· \водянойая турбина ἡ ὑδροτουρμπίνα· центральное \водянойое отопление ἡ κεντρική θέρμανσή ◊ \водянойые знаки τά ὑδάτινα σημεία, τά ὑδατόσημα.водяной IIм фольк. ὁ νεράιδος, τό στοιχείο τοῦ ποταμού. -
6 паровой
паров||о́й Iприл1. τοῦ ἀτμοῦ, ἀτμοκίνητος:\паровойа́я машина ἡ ἀτμοκίνητος μηχανή, ἡ ἀτμομηχανή· \паровойкя турбина ἡ ἀτμοτουρμπίνα· \паровойое отопление ἡ κεντρική θέρμανση, τό καλοριφέρ·2. (приготовленный на пару) μαγειρε(υ)μένος στον ἀτμό, τσιγαριστός.паров||о́й IIприл с.-х.:\паровойое поле χωράφι σέ ἀγρανάπαυση. -
7 отопление
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отопление
См. также в других словарях:
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
θέρμανση — η ζέσταμα, τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούμε το ανέβασμα της θερμοκρασίας: Σύγχρονα μέσα θέρμανσης. – Κεντρική θέρμανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… … Dictionary of Greek
σκόρος — και σκώρος, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων τής οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας… … Dictionary of Greek
καλοριφέρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., κεντρική θέρμανση: Το σπίτι αυτό δεν έχει καλοριφέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαζούτ — το άκλ. (λ. ρωσ.), πυκνόρρευστο υγρό που μένει από την απόσταξη του πετρελαίου, το βαρύ πετρέλαιο: Είχαν κεντρική θέρμανση με μαζούτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek